- πατινάρω
- πατινάρω, πατινάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πατινάρω — τρέχω πάνω σε τροχοπέδιλα πάνω σε λεία επιφάνεια ή γλιστρώ με παγοπέδιλα πάνω σε παγωμένη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patiner] … Dictionary of Greek
πατινάρω — (λ. γαλλ.), τρέχω, γλιστρώ πάνω σε λεία επιφάνεια με τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα, και για τροχό, στρέφομαι επιτόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατινάρισμα — το [πατινάρω] 1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία 2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα … Dictionary of Greek
παγοδρομώ — έω ολισθαίνω, γλιστρώ με κατάλληλα πέδιλα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια, συμμετέχω σε παγοδρομίες, πατινάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρομώ (< δρόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
τροχοπεδιλοδρομώ — Ν τρέχω με τροχοπέδιλα, πατινάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπέδιλο + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ] … Dictionary of Greek